- ανεξολόθρευτος
- η , ο [ος , ον ]1) неистреблённый, неискоренённый, неуничтоженный; 2) неистребимый, неискоренимый
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ανεξολόθρευτος — η, ο αυτός που δεν έχει ακόμη ή δεν είναι δυνατόν να εξολοθρευθεί, να αφανιστεί … Dictionary of Greek
ανεξολόθρευτος — η, ο αυτός που δεν εξολοθρεύτηκε: Τα κουνούπια μένουν ακόμη ανεξολόθρευτα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)